- κατήνεμος
- κατήνεμος, -ον (Α)ο εκτεθειμένος στον άνεμο («τὰ πρὸς βορέαν καὶ ὅλως κατήνεμα», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ήνεμος (< ἄνεμος)το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. προσ-ήνεμος, υπ-ήνεμος)].
Dictionary of Greek. 2013.